- ενηβητήριον
- ἐνηβητήριον, το (Α)τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + -τήριον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνηβητήρια — ἐνηβητήριον place of amusement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)